- προτεμένισμα
- προτεμένισμαprecinctsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προτεμένισμα — ίσματος, τὸ, ΜΑ 1. ο περίβολος τεμένους 2. η είσοδος στο τέμενος 3. ο πρόναος ναού όπου φυλασσόταν το νερό τού εξαγνισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τεμένισμα «ιερός χώρος ναού» (< τεμενίζω)] … Dictionary of Greek
προτεμενισμάτων — προτεμένισμα precincts neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτεμενίσμασι — προτεμένισμα precincts neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτεμενίσμασιν — προτεμένισμα precincts neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτεμενίσματα — προτεμένισμα precincts neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτεμενίσματι — προτεμένισμα precincts neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτεμενίσματος — προτεμένισμα precincts neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)